- ἠερόφωνοι
- ἠερόφωνοςsounding through airmasc/fem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ηερόφωνος — ἠερόφωνος, ον (Α) αυτός πού ηχεί διά μέσου τού αέρα, αυτός που έχει δυνατή φωνή, ο μεγαλόφωνος («ἠερόφωνοι κήρυκες», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ηερο + φωνή. Το α συνθετικό μπορεί να αναχθεί είτε στο αήρ (ιων. γεν. ηέρ ος), οπότε η σημασία είναι… … Dictionary of Greek